- παροχετεύσεως
- παροχετεύσεω̆ς , παροχέτευσιςdiversionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορμολογία — κορμολογία, ἡ (Α) πάπ. 1. η συλλογή κορμών 2. η διευθέτηση τής παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + λογία με σημ. «συλλογή» (< λογῶ < λογος … Dictionary of Greek
χοληδοχοστομία — η, Ν ιατρ. διάνοιξη τού χοληδόχου πόρου για την τοποθέτηση σωλήνα παροχετεύσεως στον αυλό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. choledochostomy < χοληδόχος + στομία (< στομος < στόμα)] … Dictionary of Greek